δωροῦμαι

δωροῦμαι
δωρέομαι
give
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
δωρέω
give
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ευδώρητος — εὐδώρητος, ον (Α) αυτός που έχει λάβει άφθονα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δωρητος (< δωρούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • προδωρούμαι — έομαι, ΜΑ δωρίζω, χαρίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δωροῦμαι (< δῶρον)] …   Dictionary of Greek

  • προσδωρούμαι — έομαι, Α [δωροῡμαι] δωρίζω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • συνδωρούμαι — έομαι, Α προσφέρω σε κάποιον κάτι ως δώρο από κοινού ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δωροῦμαι «προσφέρω δώρο, χαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”